Όσο χτιζόταν η οικοδομή η οικογένεια είχε γίνει σκορποχώρι. Εγώ με τον πατέρα μου κοιμόμαστε σε ένα άδειο μαγαζί που είχε μετατραπεί σε δωμάτιο-αποθήκη με δύο κρεβάτια και όλα τα πράγματα, μαζί με τα παιχνίδια μου, στοιβαγμένα σε κούτες. Η μάνα μου με το μωρό, την αδελφή μου, σε ένα μικρό αλλά κανονικό δωμάτιο με κουζίνα που είχε περισσευούμενα στο προσφυγικό η μάνα του Στέλιου του καφετζή. Η γιαγιά Πηνελόπη με τον παππού τον Γιάννη πήγαν να μείνουν μακρια, στο Ικόνιο, σε κανονικό σπίτι που είχε και θάλασσα. Στη τζαμαρία του δωμάτιου-μαγαζιού-αποθήκης είχαν βάλει κουρτίνες στερεωμένες στον τοίχο με καρφιά, για να μη φαινόμαστε, αλλά εγώ ζούσα με την αγωνία πότε θα φύγουν τα καρφιά, θα πέσουν οι κουρτίνες και θα γίνω θέαμα σε όλη τη γειτονιά. Μέχρι το καλοκαίρι όμως είχα ξεχάσει αυτή την αγωνία.
Έξω από το δωμάτιο υπήρχε ο μοναδικός τηλεφωνικός θάλαμος της οδού Κρήνης. Η γειτονιά είχε άλλα δύο τηλέφωνα. Ένα στο καφενείο του Στέλιου και ένα στο ψιλικατζίδικο, αλλά εκεί δε μπορούσες να μιλήσεις με την ησυχία σου γιατί σε άκουγαν όλοι ενώ στον θάλαμο άκουγα μόνο εγώ. Έβγαζα στο πεζοδρόμιο ένα τραπεζάκι, μία καρέκλα, μπογιές μολύβια και τα τετράδια που είχαν περισσέψει από το σχολείο, δήθεν για να γράφω -τι καλό παιδί, τι μελετηρό έλεγαν οι γείτονες- αλλά πιο πολύ το έκανα για να ακούω τι έλεγαν στο τηλέφωνο. Συνήθως μπορούσα να ακούω μόνο όταν μάλωναν και φώναζαν, αλλά όταν είχε πολύ ζέστη άφηναν την πόρτα του θαλάμου ανοικτή και μπορούσα να ακούω περισσότερα. Μπορούσα όμως να βλέπω τα πρόσωπά τους, τις γκριμάτσες, τις κινήσεις τους, απο το τζάμι του παράθυρου που ήταν στην πλευρά του πεζοδρόμιου. Πιο πολύ τηλεφωνούσαν οι γυναίκες. Μερικές μιλούσαν σιγά, κρατούσαν το τηλέφωνο με τα δύο χέρια και κάποιες φορές μιλούσαν με κλειστά μάτια. Μετά έβαζαν το ακουστικό αργά, προσεκτικά, στη θέση του σα να αποχωρίζονται κάτι αγαπημένο, όπως χαιδεύουμε κάτι που μπορεί να μη το ξαναδούμε, και έβγαιναν από τον θάλαμο σκεφτικές τόσο, που καταλάβαινες ότι μετάνοιωσαν για κάτι που είπαν ή που δεν είπαν και θα ξαναγυρίσουν να πάρουν πάλι τηλέφωνο για να επανορθώσουν. Μερικές γύριζαν. Και κάποιες από αυτές τις δεύτερες φορές έβγαιναν δακρυσμένες.
Εκείνοι οι θάλαμοι λειτουργούσαν με ειδικά λεφτά που τα έλεγαν κέρματα. Τέτοια λεφτά είχε μόνο ο Στάης. Μια φορά είχα βρει και εγώ ένα κέρμα που είχε κυλίσει κάτω από το τραπεζάκι μου. Το κράτησα. Οι άνθρωποι ξεχνούσαν διάφορα πράγματα μέσα στον θάλαμο. Μαντήλια, τσαντάκια, γυαλιά, παιδιά… Ναι, μια φορά μια γυναίκα είχε ξεχάσει το παιδί της για πέντε ολόκληρα βήματα. Είχα το νου μου και μάζευα τα ξεχασμένα τους, εκτός από τα παιδιά τους, τα έβαζα πάνω στο τραπεζάκι μου και όταν γυρνούσαν οι αφηρημένοι τους τα έδινα πίσω. Τότε αυτοί με αντάμειβαν με κάποια σοκολάτα ή καραμέλα στο επόμενο τηλεφώνημα.
Στην αρχή δεν ήθελα να πηγαίνω στην οικοδομή. Είχα στενοχωρηθεί πολύ και είχα θυμώσει μαζί, γιατί όταν έφτιαξαν τα θεμέλια είχαν θάψει το πατίνι μου και είχαν σφάξει έναν κόκορα. Αλλά μετά πήγαινα. Μου άρεσε η μυρωδιά του τσιμέντου και του ασβέστη. «Έτσι λοιπόν μυρίζει το καινούργιο» σκεφτόμουν. Η μάνα μου κουβαλούσε συνέχεια καφέδες και μεζέδες στους εργάτες που τους συμπαθούσα πολύ γιατί φορούσαν κοντά παντελόνια, ήταν μέσα στη λάσπες χωρίς να τους νοιάζει, δεν κουράζονταν και έλεγαν συνέχεια αστεία εκτός κι αν συζητούσαν με τον παππού μου για λεφτά και μεροκάματα. Τότε σοβάρευαν γιατί ο παππούς έλεγε πως όταν γελάει ο άλλος σε κουβέντα για λεφτά θέλει να σε γελάσει. Τις πιο πολλές φορές όταν έφευγε ο παππούς είχαν κάτι μούτρα να, μέχρι να φέρει η μάνα μου καινούργιους μεζέδες. Μια φορά ο παππούς είχε θυμώσει πολύ γιατί πέρασε ένας αστυφύλακας και τον έγραψε, και ο παππούς έλεγε ότι έφταιγε ο Μήτσος ο σοβατζής που τραγουδούσε συνέχεια ένα τραγούδι που δεν επιτρέπεται. Εγώ τότε ρώτησα ποια τραγούδια επιτρέπεται να λέμε στις οικοδομές για να μη γράψουν τον παππού εξαιτίας μου και ευτυχώς ξαναγέλασαν. Ο Μήτσος είπε στο παππού πως θα πληρώσει αυτός το πρόστιμο και να του το κρατήσει ο παππούς από τα μεροκάματα, αλλά ο παππούς μου του είπε ότι δεν αυτός δεν κάνει τέτοια πράγματα και να κοιτάξει ο Μήτσος να μάθει κάνα τραγούδι του Πολυμέρη. «Άρα στις οικοδομές επιτρέπονται μόνο τα τραγούδια του Πολυμέρη.»
Κατάλαβα πάντως ότι δεν είναι καλό να γράφεις τους ανθρώπους κι έτσι σταμάτησα να γράφω στο τετράδιό μου ποιοι τηλεφωνούσαν κάθε μέρα από τον θάλαμο της οδού Κρήνης. Έγραφα μόνο τους ξεχασιάρηδες και τα πράγματα που ξέχναγαν. Άλλωστε, είχε τραβήξει τη προσοχή μου μια γυναίκα από άλλη γειτονιά που είχε δικό της θάλαμο και ψιλικατζίδικο με κέρματα. Αλλά αυτή ερχόταν στον δικό μου. Τηλεφωνούσε κάθε πρωί την ίδια ώρα. Σε αυτήν την γυναίκα χάρισα το μοναδικό μου κέρμα μια μέρα που γύρισε να κάνει δεύτερο τηλεφώνημα και ψαχνόταν να βρει και δεν έβρισκε και γω ένιωσα ότι θα βάλει τα κλάματα. Όταν της το έδωσα ήθελε να με φιλήσει απ’τη χαρά της αλλά δεν την άφησα γιατί δεν επιτρέπεται να μας φιλάει άγνωστος κόσμος αν και πολύ θα ήθελα να με φιλήσει αυτή η γυναίκα που ήταν όμορφη, γλυκιά και μύριζε ωραία. Την άλλη μέρα μου χάρισε ένα βιβλίο του Ιούλιου Βερν «Η μυστηριώδης Νήσος». Έτσι σταμάτησα να γράφω τους ξεχασιάρηδες και άρχισα να σκέφτομαι συνέχεια την μυστηριώδη γυναίκα της οδού Κρήνης που άφηνε πάντα το άρωμά της στον τηλεφωνικό θάλαμο κι εγώ έμπαινα μέσα να το μαζέψω.
Μια μέρα εμφανίστηκαν στη γειτονιά δύο κύριοι, δίδυμα αδέλφια πρέπει να ήταν γιατί φορούσαν τα ίδια ρούχα, καπαρντίνα, καβουράκι και γυαλιά. Με πλησίασαν και μου είπαν ότι δεν κάνει να βγάζω το τραπεζάκι μου στο πεζοδρόμιο. Εγώ τους είπα ότι διαβάζω και αυτοί μου είπαν «Ακόμα χειρότερα. Να πας μέσα να διαβάσεις και να κλείσεις την πόρτα». Ήταν πολύ τρομακτικοί για δίδυμοι. Μπήκα μέσα. Έλπιζα πως μέχρι να έρθει η όμορφη γυναίκα θα έχουν φύγει αλλά δεν έφυγαν. Στάθηκαν ο καθένας σε μια γωνία. Εγώ κρυφοκοίταζα από μια χαραμάδα της κουρτίνας. Την πλησίασαν πριν μπει στον τηλεφωνικό μου θάλαμο. Την έπιασαν από τα μπράτσα και κάτι της έλεγαν στο αφτί. Μετά ήρθε το εκατό, την έσπρωξαν μέσα κι έφυγαν όλοι μαζί. Τότε βγήκα. Μπήκα στο θάλαμο. Ήταν η πρώτη φορά που δεν μύριζε το άρωμα της.
Σχολιάστε