Γούβα λέγαμε το ρέμα που έκοβε κάθετα την οδό Κρήνης. Στη διασταύρωση τους υπήρχε η Αλάνα –γήπεδο ποδοσφαίρου τα σαββατοκύριακα, δημόσιo σφαγείο και ψησταριά το Πάσχα, αετοδρόμιο την Καθαρή Δευτέρα. Το καλοκαίρι το «γήπεδο» αποκτούσε και δοκάρια, κάτι μαδέρια καρφωμένα όπως-όπως σε σχήμα πι. Έτσι έλειπαν οι καβγάδες για το αν η μπάλα ήταν «μέσα» ή «έξω» – γκολ ή άουτ. Για δίκτυα ούτε λόγος. Στα «επίσημα» ματς, τις Κυριακές, υπήρχαν και θεατές, που χρησίμευαν και σαν περίφραξη. Μόνο κάτι ψηλοκρεμαστές μπαλιές κινδύνευαν να καταλήξουν στη Γούβα, και τότε η «μαρίδα» σκοτωνόταν να κουτρουβαλήσει στο ρέμα να πιάσει τη μπάλα να την σουτάρει στους «μεγάλους», αλλιώς περίσσευαν οι τσακωμοί για το ποια ομάδα έπρεπε να την μαζέψει από τα λασπόνερα .
Η μια πλευρά της Αλάνας συνόρευε με την αυλή της Ασπασίας. Όμορφη κοπέλα, μάτια μελένια, μαλλιά κόκκινα σγουρά αλλά δύσκολη περίπτωση, επικίνδυνη: πατέρας αστυφύλαξ και φανατικός εθνικόφρων.
Όταν η Ασπασία έκλεισε τα δεκαοχτώ, η αυλόπορτα κλείδωνε τα σαββατοκύριακα. Ο αστυφύλαξ απαγόρευε αυστηρώς στη μοναχοκόρη να βγαίνει του στο πεζοδρόμιο και στην αλάνα όταν αυτή γέμιζε με «μαντραχαλάδες μπαλαδόρους και αναρχικούς Λαμπράκηδες». Η Ασπασία ξημεροβραδιαζόταν τότε στην αυλή ανάμεσα στους τενεκέδες με τις γαρδένιες και τις γλάστρες με τα γεράνια και τα τριαντάφυλλα. Ο γαρυφαλλιές ήταν απαγορευμένες. «Τα γαρύφαλλα είναι άνθη κομμουνιστικά» είχε αποφανθεί ο πατέρας της μετά τη δίκη του Μπελογιάννη.
Όχι πως αγαπούσε τα λουλούδια η Ασπασία. Έβγαινε να τα ποτίσει και να τα φροντίσει μόνο τα σαββατοκύριακα που είχε αγώνα. Και τότε όμως τα μάτια αλλού τα είχε στραμμένα -στους δύο καλύτερους μπαλαδόρους της οδού Κρήνης. Τον Μήτσο τον τερματοφύλακα της κάτω γειτονιάς και τον Θεόφιλο τον κυνηγό της πάνω γειτονιάς, που έπαιζε και σαν αριστερό εξτρέμ ανάλογα με τις ανάγκες ή τα γούστα του.
Που και που, κατά λάθος ή εξεπίτηδες, η μπάλα έπεφτε στην αυλή της Ασπασίας. Τότε εκείνη αργά-αργά, λοξοκοιτάζοντας τα ξέπνοα βλέμματα των νεαρών και μετά, με την λιγοστή δήθεν θηλυκή της δύναμη κι ένα μικρό όλο χάρη πηδηματάκι που ξεσήκωνε τα μαλλιά και το ρούχο της, την πετούσε πίσω στο «γήπεδο», στις καρδιές των δύο μπαλαδόρων που ορμούσαν αγριεμένοι να την «κερδίσουν».
Ποιον να διαλέξει; Τον τερματοφύλακα που όλο αυτοθυσία κυλιόταν στα χώματα για να σώσει την εστία του; ή τον κυνηγό που ορμούσε και σάρωνε την αντίπαλη άμυνα;
«Τον τερματοφύλακα» επέμενε η μάνα της.
«Γιατί τον τερματοφύλακα;»
«Γιατί πόνος της ήττας σβήνει πιο δύσκολα από τη χαρά της νίκης» απαντούσε η κυρά Χαρίκλεια χωρίς να σηκώνει τα μάτια από το βελονάκι.
Χρόνια η ίδια απάντηση, χρόνια η ίδια ερώτηση.
«Γιατί τον τερματοφύλακα;»
Την τελευταία φορά απάντησε ο πατέρας. Ξεπρόβαλε ξαφνικά στο δωμάτιο μπροστά στις δύο γυναίκες που τρόμαξαν λιγάκι, και όρθιος, ντυμένος τη στολή της εξουσίας αποφάσισε: «Τον τερματοφύλακα. Διότι είναι ικανός να υπερασπίζεται την εστίαν του και αυτό είναι το παν δια την ευτυχίαν της συζύγου και της οικογενείας. Εξ άλλου ο άλλος εκτός από αριστερό εξτρέμ είναι και αριστερός εξτρεμιστής! Έχει και φάκελο!»
Έναν χρόνο αργότερα, ο πατέρας «έφευγε» χτυπημένος από την επάρατο, η Ασπασία ήταν παντρεμένη με τον τερματοφύλακα και στην κοιλιά της μεγάλωνε ο παιδικός μου φίλος, ο Αλέκος. Ο μακαρίτης είχε φροντίσει να συμπεριλάβει στη κληρονομιά προς την θυγατέρα και ένα λεωφορείο, με τον όρο να το δουλεύει «ισοβίως ως οδηγός ο σύζυγος της Δημήτριος». Έτσι ο Μήτσος παράτησε οικοδομές και ποδόσφαιρο για να γίνει οδηγός των ΚΤΕΛ αλλά και της οδού Κρήνης, αφού τα καλοκαίρια η γειτονιά το νοίκιαζε για τις εκδρομές και τα μπάνια της.
Όπως γίνεται συνήθως, τα πρώτα χρόνια, τότε που το αντρόγυνο ανακαλύπτει αυτά που το ενώνουν και κάνει πράγματα πιστεύοντας ότι θα κρατήσουν για πάντα και θα το κρατήσουν κι αυτό ενωμένο για πάντα, κύλησαν ήσυχα. Άλλωστε ο Μήτσος ήταν ήσυχος άνθρωπος.
«Αυτό είναι το κακό. Ότι είναι ήσυχος. Μόνο κάτω από τα δοκάρια ήξερε να είναι ανήσυχος» γκρίνιαξε μια μέρα η Ασπασία στη μάνα της κι από τότε άρχισε να ανακαλύπτει και να αριθμεί τις διαφορές. Μα απόκριση από τη μάνα της δεν έπαιρνε.
Στο τέλος κουράστηκε, βαρέθηκε, σιώπησε. Τα μαλλιά της ίσιωσαν, τα μάτια ξεθώριασαν. Άρχισε να βγαίνει πάλι στη αυλή όταν στην αλάνα όταν μαζεύονταν μπαλαδόροι κι ο Μήτσος έλειπε σε δρομολόγιο. Σιγά – σιγά να ακολουθεί τη γειτονιά στις εκδρομές. Στην αρχή οι δικαιολογίες ήταν πειστικές : «Βαριέμαι … Ευκαιρία να πάω στην μάνα μου ….Είμαι αδιάθετη …» και τέτοια. Μετά όμως από την εκδρομή στην Επίδαυρο, ούτε ο Θεόφιλος είχε ακολουθήσει, έβγαζε κάτι ο τόνος της φωνής της, κάτι σαν εκνευρισμό, σαν ανυπομονησία. Τα ίδια λόγια, οι ίδιες δικαιολογίες, δεν ήταν το ίδιο πιστευτές.
Μετά από εκείνη την εκδρομή τα μαλλιά της Ασπασίας άρχισαν πάλι να σγουραίνουν, να κοκκινίζουν και το μελί χρώμα ξαναφάνηκε στα μάτια της. Κάτι υποψιάστηκε ο Μήτσος, κάποιοι ψίθυροι έφτασαν στα αυτιά του αλλά δεν αντέδρασε. Κουβέντα δεν είπε. Ήταν βλέπεις στη μέση το λεωφορείο. Και το παιδί βέβαια, μα έλα που όσο μεγάλωνε έμοιαζε όλο και πιο πολύ στον Θεόφιλο. Είχε το σκούρο χρώμα του και τα κατάμαυρα μαλλιά του. Ο Μήτσος δεν ήξερε κανέναν σκούρο στο σόι του ή στο σόι της Ασπασίας. Μόνο η μάνα του κι η πεθερά του επέμεναν στο ίδιο πράγμα, πως οι παππούδες τους λέει οι συχωρεμένοι, ήταν μελαχρινοί όπως ο μικρός Αλέκος. «Τι κρίμα που δεν έχομε φωτογραφίες, να δεις την ομοιότητα».
«Δε βαριέσαι» μονολογούσε ο Μήτσος «έτσι κι αλλιώς στις παλιές φωτογραφίες όλοι γκρίζοι φαίνονται» και γύριζε το κλειδί στη μίζα. Η μηχανή του λεωφορείου τρανταζόταν, έκανε το σταυρό του, έριχνε μια ματιά στη φωτογραφία το γιού και της γυναίκας δίπλα στον καθρέφτη και έστριβε δεξιά στην οδό Θηβών προς Πειραιά ψιθυρίζοντας: «Η ζωή συνεχίζεται». Και ήταν έτσι ακριβώς.
Ο Θεόφιλος συνέχισε να επιτίθεται και να παραβιάζει την εστία του Μήτσου κάμπτοντας τις χαλαρές άμυνες της Ασπασίας. Οι παραβιάσεις σιγοψιθυρίζονταν στη γειτονιά. Όλοι σχολίαζαν την αδράνεια του τερματοφύλακα και αναρωτιόνταν: «Πότε θα ξυπνήσει ο Μήτσος;»
Ο Μήτσος ξύπνησε τη Καθαρά Δευτέρα νωρίς – νωρίς για να τακτοποιήσει τις τελευταίες λεπτομέρειες του χαρταετού. Τον μεγαλύτερο και ομορφότερο όλου το Πειραιά και των προαστίων. Ήταν παράδοση, όχι μόνο οικογενειακή πλέον αλλά για ολόκληρη τη γειτονιά. Από το καλοκαίρι έβρισκε μεγάλα γερά καλάμια, ίσα με από το μπόι του. Παραμονή ετοίμαζε την κόλα με συνταγή κρυφή, μυστικό πατροπαράδοτο. Κλεινόταν στην κουζίνα μόνος –ακόμα και τον γιό του τον Αλέκο δεν άφηνε: «Είσαι μικρός ακόμα. Όταν έρθει η ώρα σου θα μάθεις το μυστικό». Όση περίσσευε άνοιγε τον βόθρο και την πέταγε. Διάλεγε με προσοχή τα καλύτερα χρωματιστά χαρτιά -λένε ότι τα αγόραζε στην Αθήνα κάπου στην Πατησίων. Είχε λίγο από όλα τα χρώματα ο αετός του, εκτός από το κόκκινο. Πιο πολύ γαλάζιο γιατί ήταν Εθνικός Πειραιώς. Ανάμεσα στα ζύγια έφτιαχνε πάντα μια ελληνική σημαία με γυαλιστερές κόλλες γλασέ.
Πως τα κατάφερνε να τον πετάει ακόμα και με λίγο αέρα όταν οι άλλοι πάσχιζαν να κρατήσουν έστω για λίγα λεπτά τους αετούς τους μερικά μέτρα πάνω από το έδαφος ήταν να απορείς. Λες κι είχε κάνει συμφωνία με τον αέρα. Όταν του κράταγαν κεφάλι –δύο άτομα χρειάζονταν, τόσο μεγάλος ήταν- μια πνοή ανέμου, η ελάχιστη που χρειαζόταν, φυσούσε την κατάλληλη στιγμή κι ήταν αρκετή για ν’ απογειωθεί ο αετός το Μήτσου.
Όλοι θαύμαζαν την σβελτάδα, την δύναμη και την μαεστρία των κινήσεών του. Με το που εμφανιζόταν στην αλάνα παρατούσαν τους αετούς κι έτρεχαν κοντά να θαυμάσουν τον καλύτερο και μεγαλύτερο χαρταετό που σε λίγο θα κατακτούσε τους αιθέρες και θα φαινόταν απ’ όλες τις δυτικές συνοικίες, από το Αιγάλεω μέχρι τη Δραπετσώνα – κάποιοι είχαν πει πως φαινόταν κι από την Σαλαμίνα.
Την μοιραία καθαρή Δευτέρα όμως, εμφανίστηκε πρωί – πρωί στην Αλάνα ο Θεόφιλος. Δεν το συνήθιζε, όλοι ξαφνιάστηκαν. Δεν το είχε ξανακάνει. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα ξύπναγε μεσημέρι μετά το ξενύχτι στα μπουζούκια του «Κόκκινου Μύλου» και συνέχιζε το πιοτό και το τραγούδι στο καφενείο του Στέλιου μέχρι αργά το βράδυ.
Τι ήθελε τώρα στην Αλάνα ο Θεόφιλος; Αυτή η μέρα ανήκε στον Μήτσο.
«Πάλι καλά που δεν κουβάλησε και κανέναν αετό» είπε ο πατέρας μου αλλά μέχρι να το πει, με κίνηση ταυρομάχου υπεροπτική, ο Θεόφιλος κάνει μια έτσι, τραβάει τον μουσαμά της καρότσας του τρίκυκλου και φανερώνεται ο αετός. Μεγάλος, κόκκινος με δύο μεγάλα πράσινα αστέρια.
«Ε, ρε αυτοί οι κουκουέδες μανία με την πολιτική» σχολίασε ειρωνικά ο πατέρας μου, μα τον κανόνισε η μάνα μου «Τι κουκουέ χριστιανέ μου; Έχουν οι κουκουέδες πράσινα αστέρια; Καλά δεν κατάλαβες το υπονοούμενο; Ντιπ για ντιπ! Το κόκκινο είναι για τα μαλλιά της Ασπασίας και τα αστέρια είναι για τα μάτια της τα πράσινα. Αλλά τι να καταλάβετε από έρωτα εσείς οι δεξιοί!»
Ο Θεόφιλος και δυο τρεις φίλοι του ξεφόρτωσαν τον αετό μαζί με ένα καφάσι γεμάτο μπύρες και καλούμπες, τον ετοίμασαν στα γρήγορα και τον έστησαν όρθιο. Ναι, ήταν μεγαλύτερος από του Μήτσου. Θα σηκωνόταν όμως; Μέχρι και σήμερα, όσοι ζουν, αμφιβάλουν για το αν θα τα είχε καταφέρει ο Θεόφιλος να τον πετάξει, χωρίς εκείνο το βοριαδάκι που φύσηξε αναπάντεχα μα και μοιραία.
Ο Μήτσος εμφανίστηκε στην Αλάνα μισή ώρα αργότερα. Μόλις είδε τον Θεόφιλο με την καλούμπα στο χέρι περιτριγυρισμένο από τη γειτονιά, γυάλισε το μάτι του. Το βλέμμα του ακολούθησε τη γραμμή του νήματος ψηλά μέχρι τον κατακόκκινο αετό. Έμεινε για λίγο σιωπηλός. Κάτι έσκυψε και είπε στον Αλέκο που έφυγε τρέχοντας για το σπίτι. Μετά τακτοποίησε τα ζύγια κι έδεσε λίγη ουρά παραπάνω. Όλοι παραξενεύτηκαν: «Γιατί βάζει κι άλλη ουρά; αφού δεν έχει πολύ αέρα» αλλά μόλις γύρισε ο Αλέκος κατάλαβαν.
«Ξυράφια! Ξυράφια!», μουρμούρισαν.
Φαίνεται πως ο Μήτσος είχε αποφασίσει να πάρει τον αέρα του πίσω. Στερέωσε δώδεκα ξυράφια στην ουρά και από δύο σε κάθε σκουλαρίκι. Ύστερα έστειλε τους δίδυμους, τον Σταύρο και τον Στράτο, δυο μέτρα μπόι ο καθένας, να του κρατήσουν κεφάλι.
Στο μεταξύ το νέο είχε μαθευτεί σε όλη τη γειτονιά. Ακόμα κι ο Στέλιος παράτησε το καφενείο κι έτρεξε. Προσπάθησε να πείσει τον Μήτσο να βγάλει τα ξυράφια αλλά εκείνος συνέχισε αμίλητος, σα να μην τον άκουσε. Μετά έπιασε τον Θεόφιλου που είχε το στρατηγείο του είκοσι μέτρα πιο μακριά: «Μάζεψε τον αετό κι έλα στο καφενείο να πιούμε και να φάμε». Ο Θεόφιλος χαμογέλασε. «Είναι φαίνεται η σειρά μου να παίξω άμυνα» απάντησε και κοίταξε ψηλά προς τον αετό του.
Όλα ήταν έτοιμα. Ο αετός στα χέρια των διδύμων, ο Μήτσος με την καλούμπα στα πόδια και τον σπάγκο σφιχτά στα δάχτυλα. Λίγο αέρα ήθελε μόνο. Λίγο αέρα, μια πνοή. Στην αλάνα νεκρική σιγή. Τίποτα δε πετούσε. Ούτε ένα περιστέρι. Ο κυρ-Ηλίας τα είχε μαζέψει όπως -όπως στον περιστερώνα και είχε κατέβει και αυτός στην Αλάνα. Στην οδό Κρήνης τα τραπέζια άδεια. Οι μεζέδες, τα ποτήρια, τα πιάτα, παρατημένα όλα.
«Φσάει» φώναξαν οι δίδυμοι με μια φωνή κι Μήτσος άρχισε να μαζεύει τον σπάγκο με δύναμη που την έλεγες και μανία. Άφηνε–τράβαγε, άφηνε-τράβαγε. Ο αετός δυσκολευόταν, μια ανέβαινε με ορμή και θόρυβο, μια έπεφτε με τροχιές νωχελικές όλο απογοήτευση. Ο Μήτσος πάλευε να κρατήσει τον αετό του ψηλά και το βλέμμα του μακριά από την Ασπασία που όρθια στην αυλή με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος –«αχ το στήθος της»- παρακολουθούσε τον αγώνα. Κάποια στιγμή η ουρά του αετού έγλειψε το χώμα. Ακούστηκε ένα «Ωωωω!» απογοήτευσης και όλοι περίμεναν να τον δουν σωριάζεται στο χώμα. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο Μήτσος ένιωσε το αεράκι που ερχόταν. Αμόλησε λίγο καλούμπα και μόλις ένιωσε το φύσημα στον ιδρωμένο σβέρκο του, «Κάντε πέρα» φώναξε και άρχισε να τρέχει. Ένιωσε ένα τράνταγμα καθώς ο αητός συγκρουόταν με το ρεύμα του αέρα και ένα κάψιμο καθώς ο σπάγκος του έσκισε το δάχτυλο. Θα είχε τρέξει ίσα με τριάντα μέτρα όταν φρέναρε απότομα. Γύρισε και είδε μαζί με όλη τη γειτονιά τον αητό να παρασέρνεται ψηλά από το ρεύμα του αέρα. Άκουσα τον πατέρα μου να λέει στη μάνα μου «Αγαπάει ο αέρας τον κλέφτη, αγαπάει και τον νοικοκύρη» μα δεν κατάλαβα ποιος ήταν ο κλέφτης και τι ακριβώς είχε κλαπεί. Ρώτησα, κι μάνα μου απάντησε με μισόλογα : «Είσαι μικρός ακόμα. Όταν μεγαλώσεις θα καταλάβεις». Και είχε δίκιο.
Τα ξυράφια στην ουρά του αετού άστραψαν. Σε λίγο θα άρχιζε η επίθεση. Όλοι έκαναν στην άκρη ν’ αφήσουν χώρο –έμειναν μόνο δυο τρία άτομα γύρω από κάθε μονομάχο. Κοντά στον Μήτσο έμεινε κι ο φίλος μου ο Αλέκος. Ζήτησα από τη μάνα μου να με αφήσει να πάω κι εγώ μα αρνήθηκε : «Δεν είναι για μικρά παιδιά αυτά».
Κι ο Αλέκος τι ήταν δηλαδή; Πήγα πιο πέρα. Ήταν κάτι μεγαλύτερα παιδιά. Δεν είχα καταλάβει τι τα ήθελε τα ξυράφια ο μπαμπάς του φίλου μου. Μου εξήγησαν πως ο σκοπός ήταν να πλησιάσει τον αντίπαλο αετό και με τα ξυράφια να κόψει τον σπάγκο του και να τον γκρεμίσει. Τρόμαξα όταν κατάλαβα. Με έπιασε μια αγωνία! Μεγαλύτερη κι απ’ αυτή που με έπιανε στο σινεμά στην τελική ξιφομαχία το καλού με τον κακό. Μόνο που εδώ δεν υπήρχαν σπαθιά και ασπίδες αλλά σπάγκοι και κοφτερά ξυράφια. Ούτε έιχα καταλάβει ποιος είναι ο καλός και ποιος ο κακός αφού η μάνα μου ήταν με τον Θεόφιλο και ο πατέρας μου με τον συνονόματό του τον Μήτσο.
Ο Μήτσος άφησε τον αετό του ν’ ανέβει αλλά όχι τόσο ψηλά όσο του Θεόφιλου. Στάθηκε λίγο να αφουγκραστεί τον αέρα και μετά άρχισε να κόβει βόλτες κρατώντας γερά τον σπάγκο. Ο Αλέκος ζήταγε να κρατήσει κι αυτός λιγάκι τον σπάγκο. «Πήγαινε σπίτι να φέρεις ένα ποτήρι κρασί, τις καλούμπες και το ψαλίδι. Στη τσάντα δίπλα στη πόρτα». Ο φίλος μου έφυγε τρέχοντας. Ο Μήτσος έστρεψε το βλέμμα προς την ταράτσα -η Ασπασία έλειπε. Αμέσως στράφηκε προς την μεριά του Θεόφιλου -έλειπε κι αυτός. Το αγόρι γύρισε λαχανιασμένο χωρίς το κρασί «Η μαμά δεν ήταν εκεί και δε μπορούσα να βάλω μόνος μου. Να φέρω όλο το μπουκάλι;» Ο Μήτσος έγνεψε όχι. Είπε μόνο: «Κράτα δω» και του έδωσε τον σπάγκο αφού πρώτα τον έδεσε στη μέση του. Κάποιοι που πρόσεξαν τις δύο απουσίες ανησύχησαν, άρχισαν να το συζητάνε με τους διπλανούς. Η Μήτσος ξετύλιξε μια καλούμπα και την αράδιασε στο χώμα σχηματίζοντας μια κουλούρα. Έπειτα έδεσε την άκρη της σε έναν τσιμεντόλιθο και την άλλη στον σπάγκο του αετού, ξέλυσε τον Αλέκο και έδωσε διαταγή. «Κάτσε εδώ στον τσιμεντόλιθο να προσέχεις τον σπάγκο στο χώμα. Πρόσεχε μη τον πατήσεις, μη τον πιάσεις και μη μπερδευτείς». Ύστερα προχώρησε αργά προς το σπίτι. Όταν έφτασε στη μέση της Αλάνας στάθηκε.
Ακούστηκε το τρίκυκλο το Θεόφιλου. Την ίδια στιγμή η Ασπασία έβγαινε ξανά στην αυλή. Ο Μήτσος περίμενε να πάρει ο Θεόφιλος την θέση του. Μετά αργά αργά, ξέλυσε τον σπάγκο, τον τύλιξε γερά στον καρπό και προχωρώντας στάθηκε μερικά μέτρα πίσω από τον Θεόφιλο. Έμεινε για λίγο έτσι ακίνητος κοιτάζοντας το χώμα και ξαφνικά άρχισε να τρέχει μανιασμένα. Έκανε έναν κύκλο γύρω από τον Θεόφιλο που τον κοίταζε έκπληκτος όσο έτρεχε. Όταν ο Μήτσος έκλεισε τον κύκλο ο σπάγκος του είχε τυλιχτεί γύρω από τον σπάγκο του Θεόφιλου. Τον έσφιγγε θανάσιμα.
Ο Μήτσος μάζευε τώρα τον σπάγκο γρήγορα και σταθερά. Σε λίγο τα ξυράφια της ουράς θα μπλέκοντας στον σπάγκο του Θεόφιλου και θα τον έκοβαν.
Ο Θεόφιλος δε μπορούσε να κάνει τίποτα. Τίποτα άλλο εκτός από ένα. Άναψε τσιγάρο – «Μα τι κάνει;» ψιθύρισε ο πατέρας μου «δεν βλέπει το τέλος που πλησιάζει;» – τράβηξε δυο γερές τζούρες να φουντώσει η καύτρα, κι έπειτα την ακούμπησε αργά κι επιδεικτικά στον τεντωμένο σπάγκο του. «Τον κόβει μόνος του» φώναξαν κάποιοι.
Το νήμα κόπηκε. Ο Θεόφιλος κράτησε την μια άκρη ενώ η άλλη σύρθηκε γρήγορα στο χώμα πέρασε ανάμεσα στον κόσμο και χάθηκε. «Καλύτερα μόνος μου» σκεφτόταν κοιτάζοντας στη μεριά της Ασπασίας που έκανε κάτι απελπισμένες χειρονομίες. Έσβησε την γόπα, πέταξε την καλούμπα ψηλά στον αέρα και γύρισε προς την μεριά του Μήτσου την στιγμή που αυτός όρμαγε καταπάνω του με το ψαλίδι.
Έπεσαν και οι δύο στο χώμα. Ψηλά οι χαρταετοί, ελεύθεροι, στριφογύριζαν παραδομένοι στη μανία του αέρα που είχε δυναμώσει. Έπεφταν και χάνονταν. Οι δυο άντρες κυλιόνταν σε μια λίμνη κόκκινης λάσπης. Ποιον είχε τρυπήσει το ψαλίδι; Κανείς δεν ήξερε. Κανείς δεν πλησίαζε. Μέχρι που τα κορμιά σταμάτησαν να στριφογυρίζουν. Οι αετοί είχαν χαθεί από τον ορίζοντα.
Η Ασπασία βγήκε από την αυλή κι έτρεξε στον τόπο του μακελειού. Στάθηκε πάνω από τους δύο άντρες. Κανείς δε κουνιόταν. «Σκοτώθηκαν κι οι δύο» είπαν κάποιοι κι άρχισαν να πλησιάζουν την μαρμαρωμένη γυναίκα, μα ξαφνικά σταμάτησαν. Ο Μήτσος σηκώθηκε αργά, γεμάτος αίματα και λάσπες, κρατώντας σφιχτά το ψαλίδι στο χέρι του. Γύρισε με το πόδι το σώμα του Θεόφιλου ανάσκελα. Από τον κομμένο λαιμό του ανάβλυζε αργά το αίμα.
Η Ασπασία κοιτούσε άφωνη με γουρλωμένα μάτια. Μια τον πεθαμένο εραστή, μια τον ζωντανό σύζυγο. Μια το θύμα, μια τον θύτη. Μια τον χαμένο κυνηγό, μια τον νικητή τερματοφύλακα.
Τον τερματοφύλακά της.
Δίστασε για λίγο η Ασπασία πριν ριχτεί με λυγμούς στην αγκαλιά του νικητή.
[…] “Η Αλάνα“ Posted in από την Οδό Κρήνης | Leave a Comment […]
Kαταπληκτική ιστορία!!!
Εξαιρετική γραφή…
Δεν έχω άλλα να πω.
@ σολωμάντζαρος
Σε ευχαριστώ πολύ για το χρόνο που αφιέρωσες. Σε ευχαριστώ πολύ και για το κουράγιο που μου δίνεις.
Aρχικά, έτσι όπως το είδα μεγάλο, λέω «άσ το τώρα»
Αλλά διαβάζοντας μερικές γραμμές κόλλησα και το διάβασα όλο.
Πραγματικά πολύ καλό.
Χαίρομαι που σου δίνω κουράγιο.
Καθηλώθηκα!
@ σολωμάντζαρος
Πιστεύω οτι τα blogs δεν ενδείκνυται να φιλοξενούν μεγάλα κείμενα αλλά αποφάσισα να κάνω την απόπειρα.
Σε ευχαριστώ άλλη μια φορά.
@ Μιχάλης
Σε ευχαριστώ και εσένα Μιχάλη για τον χρόνο που αφιέρωσες σε αυτήν την μεγάλη ιστορία (κομμάτι πολύ μεγαλύτερης).
Προβληματιζόμουν αν έπρεπε να την «ανεβάσω» αλλά στο τέλος είπα : κάνε την δοκιμή.
Να σαι καλά.
Μόλις το ξαναδιάβασα, κινηματογραφικό και όντως καθηλωτικό!
Δεν ειχα ξαναδει «αετους» να μονομαχουν.
Α! Και η συνταγη για την κολλα μπορει να μην ειναι και τοσο μυστικη-αλευροκολλα δεν ειναι;;
Υπεροχη ιστορια.
Ελπιζω να εχει κι αλλες τετοιες και καποια στιγμη, σου το ευχομαι,ολες μαζι να μπουν σε ενα βιβλιο.
να μην προβληματιζεστε,απλως να ανεβαζετε.
τι ομορφα που γραφετε, μικρες και μεγαλες ιστοριες.
αν και ο εγωισμός προσθέτει δυσκολίες στα χρόνια μου.. υποκλίνομαι!
@ άλις
Σε ευχαριστώ πολύ άλις, και για την ευχή.
@ ε
Χαίρομαι πάρα πολύ που σας αρέσουν οι ιστορίες. Τα καλά σας λόγια με ενθαρρύνουν να μη κρατώ τις επιφυλάξεις μου. Σας ευχαριστώ.
@ assimina
Όσο περνούν τα χρόνια assimina νιώθω ότι ο χρόνος είναι λίγος και πολύτιμος (ποτέ δεν το νιώθω όταν γράφω), για αυτό σε ευχαριστώ πολύ που διαθέτεις ένα κομμάτι σε αυτές τις ιστορίες. Σε ευχαριστώ πολύ.
Καταπληκτική διήγηση. Όμορφα ξεκίνησε η μέρα μου! Μπράβο ξανά!
@ Maria Drimi
Σε ευχαριστώ.
(Εύχομαι και να τελειώσει όμορφα η μέρα σου)