Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Νοσταλγία

Την πρώτη φορά που είδα την «Νοσταλγία» του Αντρέι Ταρκόφσκι έφυγα στη μέση της ταινίας. Αν θυμάμαι καλά ήταν στον κινηματογράφο Όπερα, Ιανουάριος, μεσάνυχτα. Είχαν προηγηθεί δεκαοκτώ μήνες σχέσης με την Ρούλα, οκτώ ώρες μάθημα μετά ορθοστασίας στο φροντιστήριο, «ακάθιστος ύμνος στην παραπαιδεία», ήμουν νηστικός, κρυωμένος, με τις τσέπες γεμάτες χαρτομάντιλα, καραμέλες για τον λαιμό και μια σοκολάτα αμυγδάλου.

Διαβάστε τη συνέχεια »

Advertisement

Το «ξέχασμα»

Στην Δέσποινα Θ.

«Ώσπου να λείψει το φως θα έχω αλλάξει σκέψεις. Άσε με τώρα λίγο μόνη, να με παιδέψει το ξέχασμα χωρίς να με βλέπεις». Αυτά είπε καθώς πότιζε τον μεγάλο φίκο στο μπαλκόνι. Στάθηκα λίγο παρατηρώντας την επιμέλεια με την οποία μοίραζε το νερό στα λουλούδια.

Διαβάστε τη συνέχεια »

Ο Αργόστροφος

Όχι ότι σκεφτόταν λιγότερο από τους άλλους, αλλά παιδευόταν περισσότερο για να σκεφτεί. Έτσι τον είχαν παρεξηγήσει, όπως φάνηκε στο τέλος, και το Αργύρης έγινε Αργόστροφος.

Διαβάστε τη συνέχεια »

Π ήγε να πει στη μάνα της , “πα να το πω στη μάνα μου” , έτσι είπε και έφυγε τρέχοντας, ανεμίζοντας τα μαλλιά της , πως θα ερχόταν μαζί μας σινεμά. Μα δεν ήρθε. Ούτε την άλλη μέρα , ούτε την παράλλη. Σταμάτησε απ’ το σχολείο. Την πήρε η μάνα της στο υφαντήριο.

Την τρίτη μέρα, κοιτάζοντας ο Νίκος το κλειστό παράθυρο της κάμαράς της είπε «Θα μπαρκάρω». Έτσι αρχίζει αυτό το παραμύθι. Με δύο καπρίτσια. Ένα της μάνας της και ένα του Νίκου.

Περνούσαν οι μέρες, άλλες φορές πολλές μαζί σαν συγχορδίες και άλλες μία μία σαν νότες κλίμακας μονότονης.

Νέα από τον Νίκο δεν είχαμε. Καμιά φορά που περνούσαμε έξω από το σπίτι της ακούγαμε το ακορντεόν της και στεκόμαστε να θαυμάσουμε το χάρισμα .

Ο Νίκος ξεμπάρκαρε ύστερα από εφτά χρόνια τη μέρα που Ελένη η έχασε τη μάνα της.

Πήγαμε το βράδυ από το σπίτι της. Πέρασε κι ο Νίκος πιο μετά. Η Ελένη μας έβγαλε ρακί κι ελιές απ’ το χωριό της. Αργά το βράδυ, όταν έφυγαν οι γειτόνισσες, έφερε το ακορντεόν. Τότε σηκώθηκε Νίκος να φύγει . «Μείνε», του έγνεψε. Αυτός στάθηκε λίγο. «Πα να το πω στη γυναίκα μου» ψιθύρισε. Η Ελένη  πήρε το ακορντεόν αγκαλιά κι έσκυψε πάνω του όπως η μάνα που θηλάζει το παιδί της. Πρώτα έβγαλε μια ανάσα αυτή και μετά άλλη μια το ακορντεόν.

Ένα απόγευμα με ψιλόβροχο, απ’ αυτά που θες να ανοίξεις το παράθυρο, να μυρίσεις και ν’ αφουγκραστείς, ο Νίκος στάθηκε στην αυλόπορτα της Ελένης.

Μόνη σου είσαι; Μόνη μου. Να έρθω μέσα; Για πόσο; Για λίγο . Για σένα το λίγο είναι πολύ.

Τις Τετάρτες που η ορχήστρα είχε ρεπό η Ελένη ζήτησε να παίζει στο μαγαζί μόνη της. Καθόταν με τη σειρά στις παρέες, έπαιζε, ο κόσμος τραγουδούσε. Το μαγαζί γέμιζε.

Ένα βράδυ πήγαμε μαζί με τον Νίκο , που ζούσε πια μόνος. Μείναμε τελευταίοι, έκλεινε το μαγαζί. Πάμε σπίτι μου να συνεχίσουμε. Θα έρθεις Ελένη; ρώτησε ο Νίκος. Πα να το πω στον άντρα μου απάντησε αυτή. Αλλά  δεν φάνηκε.

Ύστερα ο Νίκος μπάρκαρε στο γκαζάδικο που βούλιαξε Κωνσταντίνου και Ελένης ανοιχτά της Μάλτας. Αύτανδρο. Ήμαστε στο σπίτι της – «βάλτε ράδιο» είπε ο Θέμις μπαίνοντας βιαστικά στο δωμάτιο. Ακούσαμε το όνομά του Νίκου στις ειδήσεις.

Η Ελένη σηκώθηκε απ’ το τραπέζι, φόρεσε τη ζακέτα της, έβγαλε από το μπαούλο το κιτρινισμένο «σεντόνι τους» με μια καφέ κηλίδα, ξεραμένο παρθενικό αίμα. Που πας;  ρώτησε ο άντρας της. Πα να το πω στη μάνα του.

T ην χρονιά που κάηκε τ’ αμπέλι από τον πάγο ο Ιγνάτιος έπιασε ξανά τα πινέλα. Λίγο ο καιρός που είχε χαλάσει, λίγο η απραξία, λίγο η μυρωδιά του διαλυτικού που του «θύμισε» και οι λάμψεις των χρωμάτων που φαντάστηκε μα πιο πολύ η ανάγκη να διώξει λίγο την στενοχώρια, να ψάξει ξανά το φώς και να διερευνήσει τις σκιές, όλα αυτά μαζί, έβγαλαν από τα συρτάρια τα υλικά και τα πινέλα και έστρεψαν το βλέμμα του στην αρχή προς το μέσα του μυαλού του και ύστερα στον έξω κόσμο.

Διαβάστε τη συνέχεια »

Αγαπημένο μου ημερολόγιο.

Σήμερα η δασκάλα μου είπε πως είμαι εκτός θέματος στην έκθεση. Το θέμα ήταν «Περιβάλλον και κλίμα». Έγραψα πάνω κάτω αυτά.

Διαβάστε τη συνέχεια »

Σταθήκαμε κάτω από το φως για να βλέπουμε την σκιά μας. Μας έδινε μια ασφάλεια αυτό.

Μικροί ακούγαμε πως μόνο τα φαντάσματα δεν έχουν σκιά.

Στο σχολείο μάθαμε πως η σκιά προκαλεί την έκλειψη του ήλιου και του φεγγαριού.

Όταν μεγαλώσαμε καταλάβαμε πως η «έλλειψη» ίσως είναι μια αόρατη έκλειψη.

Ο συνομιλητής μου ήταν μια γυναίκα γύρω στα τριανταπέντε, φίλη παιδική και μπερδεμένη πολύ.

«Έχεις τον άντρα σου και το σπίτι σου, την δουλειά σου, τους ανθρώπους σου. Πρέπει να βάλεις τα πράγματα σε μια τάξη σε μια σειρά» της είπα.

«Έτσι δημιουργούνται οι εκλείψεις» μου απάντησε. «Όταν ο ήλιος η σελήνη και η γη στοιχίζονται στην σειρά».

Και χάθηκε στο σκοτάδι ξεχνώντας την σκιά της.

Έλεγαν πως είχε κάποια αρρώστια αλλά εμένα δεν μου φαινόταν άρρωστος. Αντίθετα, ήταν πάντα χαμογελαστός καλοντυμένος και μύριζε όμορφα μα κάπως γυναικεία. Μου είχαν απαγορεύσει να ρωτάω τι αρρώστια έχει και τι φάρμακα παίρνει. Όταν ρωτούσα τους ίδιους, χαμογελούσαν και εγώ σκεφτόμουν : «Τι αρρώστια είναι αυτή που κάνει τους άλλους να χαμογελούν πονηρά;»

Διαβάστε τη συνέχεια »

Στον όροφο μου υπάρχουν τέσσερα διαμερίσματα. Σε ένα από αυτά ζει ένας άντρας, γύρω στα τριανταπέντε. Τον ενοχλούν πάρα πολύ οι μυρωδιές της πολυκατοικίας, τον έχω ακούσει να κάνει παράπονα στον διαχειριστή.

Διαβάστε τη συνέχεια »

Έτσι όπως είχα πάρει φόρα και έτρεχα θα έπεφτα στη θάλασσα. Eυτυχώς όταν βγήκα στην προκυμαία μια δυνατή ριπή αέρα μου έκοψε την φόρα και κατάφερα να σταματήσω λαχανιασμένος αλλά αξιοπρεπής εννιάχρονος στην άκρη της, κάνοντας πως σκύβω δήθεν για να χαζέψω τα ψάρια.

Διαβάστε τη συνέχεια »