Όταν πήραν τη νονά, έφυγαν και οι γειτόνισσες. Ο κύριος Χαρίτος είπε «πετάγομαι και γω μέχρι το σπίτι και επιστρέφω σύντομα. Θα φέρω κάτι να φάμε». Δεν είχαμε καταλάβει πως είχε μεσημεριάσει. Η μεγάλη Ολυμπιάδα τηλεφώνησε στη μάνα της να ταΐσει τα παιδιά. Η μικρή φώναξε την βοηθό της , της έδωσε οδηγίες για το κομμωτήριο, τα κλειδιά του σπιτιού και του αυτοκινήτου για να της φέρει ρούχα και μετά κάθισε στο πιάνο. Στερέωσε την παρτιτούρα με τα «άνθη λεμονιάς», ήταν η καλύτερη στο πρίμα βίστα.
Την χρονιά που θα έδινε εξετάσεις για το δίπλωμά της έφυγε ερωτευμένη στην Ινδία και γύρισε μετά από ένα χρόνο. Εκεί της ήρθε η «φώτιση» να αφήσει το πιάνο και να πιάσει τους ανθρώπους από τα μαλλιά. Προσπάθησε να εισάγει την ινδική αισθητική στο γυναικείο κεφάλι, αλλά πολύ γρήγορα διολίσθησε πάλι προς την δυτική κομμωτική κουλτούρα. Ίσως σε αυτό να έπαιξε σημαντικό ρόλο το δώρο που της έκανε η νονά για να την «επαναφέρει δια της απομακρύνσεως». Ένα ταξίδι δύο μηνών στο Παρίσι.
Αν και ισχυρίζεται πως από την μικρή πήρε την μεγαλύτερη απογοήτευση «εις την διδασκαλική της σταδιρδρομία»- η Ολυμπιάδα δεν έδωσε ποτέ εξετάσεις για το δίπλωμά της- εγώ νομίζω πως ήταν η αγαπημένη της βαφτιστήρα. Κατά βάθος θαύμαζε όχι χωρίς δόση καλοπροαίρετης ζήλιας, το ελεύθερο αυτόνομο πνεύμα της «μικρής επαναστάτριας» και την «εξαιρετική ερμηνεία των Γυμνοπαιδιών». Ο Satie ήταν ο κοινός τους μουσικός εραστής. Η μικρή Ολυμπιάδα πρέπει να είναι η μόνη κομμώτρια στον κόσμο που όταν κλείνει το μαγαζί και γυρίζει σπίτι πλένει καλά τα χέρια της κάθεται στο πιάνο της, εκτός από την περίπτωση που έχει προηγηθεί γαμήλια κόμμωση. Τότε ψάχνει συντροφιά για τσίπουρο και Τερζή.
Σήμερα το πρωί είχε έρθει να βάψει τα μαλλιά της νονάς όπως κάθε πρώτη Δευτέρα του μήνα. Την πρώτη φορά που η νονά ζήτησε τις υπηρεσίες της είχε τονίσει:
-Θέλω καλή μου να αφαιρέσεις την λάμψη του λευκού. Πρόσεξε, σε παρακαλώ, δεν επιθυμώ δραματική αλλαγή της απόχρωσης.
Όταν μου το είπε η μικρή γέλασα
-Δηλαδή σου ζήτησε να της τα βάψεις άσπρα ματ;
Αργότερα πρόσεξα ότι προς το «τέλος» το λευκό αποκτά μια λάμψη σαν φωτοστέφανο ή «τελευταία αναλαμπή».
Βρήκε την νονά καθισμένη στο δωμάτιο πιάνου, στην πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο. Η κουρτίνα ήταν τραβηγμένη, το κεφάλι της είχε γύρει σαν να κοιμόταν, το συνήθιζε άλλωστε να χαλαρώνει στη θέα του μικρού της κήπου και να αποκοιμιέται. Τα μεσημέρια όμως, όχι το πρωί.
-Είπα άφησε να κοιμηθεί λίγο ακόμα μέχρι να ετοιμάσεις τα σύνεργα και την βαφή.
Όμως η νονά δεν ξυπνούσε. Ούτε με την μυρωδιά της αμμωνίας από την βαφή συνήλθε, δεν είχε λιποθυμήσει.
-Μετά την άγγιξα τσο χέρι, «Νονά;» της είπα.
Εμεινε για λίγο βουβή και έβαλε τα κλάματα. Κλαμένη την άκουσα στο τηλέφωνο.
Όταν έβαλα μπροστά το μηχανάκι είδα τους μαθητές μου να με κοιτάζουν από το παράθυρο του σχολείου σιωπηλοί, όπως όταν δεν καταλαβαίνουν το μάθημα Θυμήθηκα ότι έφυγα από την τάξη χωρίς να τους πω τίποτα. Είδα το μήνυμα, το διάβασα, άνοιξα την πόρτα κι έφυγα. Μόνο στην Γυμνασιάρχη είπα
-Κυρία Παντελιά είναι ανάγκη να πάω στην νονά.
-Συμβαίνει κάτι;
-Μάλλον.
-Σε παρακαλώ ενημέρωσέ με.
Είπα στην κυρούλα του σχολείου να αφήσει ψωμί στην γιαγιά και να της πει πως θα αργήσω, να μη με περιμένει. Ξεκίνησα τόσο απότομα, ούτε που θυμάμαι με ποιον συνδυασμό αστραπιαίων κινήσεων που το παπάκι έκανε σούζα, την πρώτη της ζωής μου. Κόντεψα να πέσω και άκουσα τα γέλια των μαθητών μου. Μάρσαρα δυνατά να μην ακούω. Ίσως και να ήθελα να φωνάξω «έφυγε η νονά».
Το ένα πόδι της μικρής Ολυμπιάδας άγγιξε το πεντάλ, το άλλο λύγισε, υποχώρησε στηριγμένο στα δάχτυλα, η φτέρνα ανασηκώθηκε, η γάμπα συσπάστηκε. Το βλέμμα μου σταμάτησε στην μικρή φλέβα γύρω από τον αστράγαλό της. Στις πρώτες νότες ακούστηκε η φωνή της μεγάλης από την κουζίνα «περιμένετε και μένα…». Η μικρή έστειλε μέσα από τις ανοιχτές πόρτες ένα δυαντό «περιμένω» και μετά στράφηκε σε μένα.
-Κάπνισε το τσιγάρο σου αλλά θέλω να μου γυρίζεις τα φύλλα, εντάξει;.
Η νονά δεν έβλεπε καλά, της είχαμε τυπώσει μεγάλα πεντάγραμμα, ίσα ίσα χώραγαν δέκα μέτρα σε κάθε σελίδα. Η σονάτα είχε το μέγεθος ενός μικρού τετραδίου.
Ήρθε κι η μεγάλη με μια κανάτα λεμονάδα, πάγο και τα μεγάλα κίτρινα ποτήρια στον βαρύ ασημένιο δίσκο. Είχε στρώσει και το κεντημένο λευκό πετσετάκι «να απορροφά την δροσιά που συσσωρεύει το κρύσταλο«. Για μια στιγμή σκέφτηκα πως η μεγάλη μοιάζει πολύ στην νονά. Σηκώθηκα.
-Που πας;
-Να βρω το άλμπουμ.
Δεν πρόλαβα, η μελωδία με σταμάτησε, με τον ίδιο γλυκά βίαιο τρόπο που με σταματούσε το άρωμα των ανθών της λεμονιάς όταν στις ανοιξιάτικες επισκέψεις έκλεινα την αυλόπορτα της νονάς. Γύρισα και κοίταξα την μικρή, άλλη μια φλεβίτσα στον κρόταφο χανόταν πίσω από μια τούφα μαλλιά. Τα μεγάλα μάτια της ήταν προσηλωμένα στην παρτιτούρα. Ένιωθα πως προηγούνται ελάχιστα στον χρόνο, δυο μικρές «σκουληκότρυπες», μερικά δέκατα δευτερολέπτου, στην επόμενη στιγμή. Πως άκουγαν ήδη, «τώρα», αυτό που εγώ θα άκουγα δυό στιγμές αργότερα. Σε μια παύση τετάρτου τα μάτια της συνάντησαν τα δικά μου.
συνεχίζεται…
Πόσο απολαστικό είναι να σας ξανασυνταντώ 🙂
oistros
Και εγώ χαίρομαι. Χαθήκαμε 🙂
[ηλεκτρονικά εννοώ, γιατί δεν έχουμε συναντηθεί 🙂 ]
[…] το πριν και το μετά, εδώ […]