Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for the ‘Παραμύθια για μεγάλους’ Category

Στην Δέσποινα Θ.

«Ώσπου να λείψει το φως θα έχω αλλάξει σκέψεις. Άσε με τώρα λίγο μόνη, να με παιδέψει το ξέχασμα χωρίς να με βλέπεις». Αυτά είπε καθώς πότιζε τον μεγάλο φίκο στο μπαλκόνι. Στάθηκα λίγο παρατηρώντας την επιμέλεια με την οποία μοίραζε το νερό στα λουλούδια.

(περισσότερα…)

Read Full Post »

Όχι ότι σκεφτόταν λιγότερο από τους άλλους, αλλά παιδευόταν περισσότερο για να σκεφτεί. Έτσι τον είχαν παρεξηγήσει, όπως φάνηκε στο τέλος, και το Αργύρης έγινε Αργόστροφος.

(περισσότερα…)

Read Full Post »

Π ήγε να πει στη μάνα της , “πα να το πω στη μάνα μου” , έτσι είπε και έφυγε τρέχοντας, ανεμίζοντας τα μαλλιά της , πως θα ερχόταν μαζί μας σινεμά. Μα δεν ήρθε. Ούτε την άλλη μέρα , ούτε την παράλλη. Σταμάτησε απ’ το σχολείο. Την πήρε η μάνα της στο υφαντήριο.

Την τρίτη μέρα, κοιτάζοντας ο Νίκος το κλειστό παράθυρο της κάμαράς της είπε «Θα μπαρκάρω». Έτσι αρχίζει αυτό το παραμύθι. Με δύο καπρίτσια. Ένα της μάνας της και ένα του Νίκου.

Περνούσαν οι μέρες, άλλες φορές πολλές μαζί σαν συγχορδίες και άλλες μία μία σαν νότες κλίμακας μονότονης.

Νέα από τον Νίκο δεν είχαμε. Καμιά φορά που περνούσαμε έξω από το σπίτι της ακούγαμε το ακορντεόν της και στεκόμαστε να θαυμάσουμε το χάρισμα .

Ο Νίκος ξεμπάρκαρε ύστερα από εφτά χρόνια τη μέρα που Ελένη η έχασε τη μάνα της.

Πήγαμε το βράδυ από το σπίτι της. Πέρασε κι ο Νίκος πιο μετά. Η Ελένη μας έβγαλε ρακί κι ελιές απ’ το χωριό της. Αργά το βράδυ, όταν έφυγαν οι γειτόνισσες, έφερε το ακορντεόν. Τότε σηκώθηκε Νίκος να φύγει . «Μείνε», του έγνεψε. Αυτός στάθηκε λίγο. «Πα να το πω στη γυναίκα μου» ψιθύρισε. Η Ελένη  πήρε το ακορντεόν αγκαλιά κι έσκυψε πάνω του όπως η μάνα που θηλάζει το παιδί της. Πρώτα έβγαλε μια ανάσα αυτή και μετά άλλη μια το ακορντεόν.

Ένα απόγευμα με ψιλόβροχο, απ’ αυτά που θες να ανοίξεις το παράθυρο, να μυρίσεις και ν’ αφουγκραστείς, ο Νίκος στάθηκε στην αυλόπορτα της Ελένης.

Μόνη σου είσαι; Μόνη μου. Να έρθω μέσα; Για πόσο; Για λίγο . Για σένα το λίγο είναι πολύ.

Τις Τετάρτες που η ορχήστρα είχε ρεπό η Ελένη ζήτησε να παίζει στο μαγαζί μόνη της. Καθόταν με τη σειρά στις παρέες, έπαιζε, ο κόσμος τραγουδούσε. Το μαγαζί γέμιζε.

Ένα βράδυ πήγαμε μαζί με τον Νίκο , που ζούσε πια μόνος. Μείναμε τελευταίοι, έκλεινε το μαγαζί. Πάμε σπίτι μου να συνεχίσουμε. Θα έρθεις Ελένη; ρώτησε ο Νίκος. Πα να το πω στον άντρα μου απάντησε αυτή. Αλλά  δεν φάνηκε.

Ύστερα ο Νίκος μπάρκαρε στο γκαζάδικο που βούλιαξε Κωνσταντίνου και Ελένης ανοιχτά της Μάλτας. Αύτανδρο. Ήμαστε στο σπίτι της – «βάλτε ράδιο» είπε ο Θέμις μπαίνοντας βιαστικά στο δωμάτιο. Ακούσαμε το όνομά του Νίκου στις ειδήσεις.

Η Ελένη σηκώθηκε απ’ το τραπέζι, φόρεσε τη ζακέτα της, έβγαλε από το μπαούλο το κιτρινισμένο «σεντόνι τους» με μια καφέ κηλίδα, ξεραμένο παρθενικό αίμα. Που πας;  ρώτησε ο άντρας της. Πα να το πω στη μάνα του.

Read Full Post »