Είχε βρέξει πολύ εκείνο το μεσημέρι. Το κατάλαβα όταν βγήκα στο δρόμο με την μάνα μου. Τα χρώματα είχαν ξεπλυθεί από την σκόνη και ήταν καθαρά, σχεδόν υγρά. Είχε κατεβάσει χώμα και πετρούλες που σχημάτιζαν σωρούς στις γωνίες και στη μέση του δρόμου. Στο κέντρο οι μεγαλύτερες, γύρω διάσπαρτες οι μικρές. Η οδός Κρήνης έμοιαζε με ξεροπόταμο.
Τράβαγα τη μάνα μου από το χέρι για δύο λόγους. Γιατί το ίδιο μου έκανε και εκείνη όταν πηγαίναμε στη λαϊκή και γιατί βιαζόμουν να φτάσω στο ψιλικατζίδικο του Στάμου, που από το πρωί είχε έρθει το πρώτο τεύχος του Μίκυ Μάους αλλά η παλιοβροχή μου τα είχε κάνει μούσκεμα αφού μας είχε κλείσει μέσα στο σπίτι.
Μου άρεσε η δυνατή βροχή. Μου άρεσε να χαζεύω τον χείμαρρο που κυλούσε έξω από το παράθυρό μου. Καθισμένος με το κεφάλι γυρτό στο πλάι, στηριγμένο στο παράθυρο, σαν κουρασμένος επιβάτης τρένου και κοιτώντας πέρα στο βάθος του δρόμου, το νερό που κυλούσε στην αντίθετη κατεύθυνση της ματιάς με έκανε να νιώθω μερικές φορές πως εγώ ταξιδεύω και όχι το ποτάμι.
Όταν βέβαια αγρίευε πολύ φοβόμουν λιγάκι και πήγαινα τάχα μου στη κουζίνα για νερό ή για μια φέτα ψωμί με μέλι. «Βρέχει πολύ» ψιθύριζα και καθόμουν στο θαλασσί λακαριστό καρεκλάκι μου. Η μάνα μου που καταλάβαινε τον φόβο μου, χαμογελούσε και συνέχιζε σιωπηλή και ήρεμη τη δουλειά της. Αυτή τη φορά όμως την είχα νευριάσει. Κάθε λίγο έτρεχα στη κουζίνα «Σταμάτησαν τα ποτάμια, πάμε».
Στο τέλος μου έκλεισε τα παντζούρια και έμεινα στο σκοτάδι κάνοντας απόλυτη ησυχία για να ακούσω τον ήχο από την τελευταία σταγόνα της βροχής. Η μάνα μου βρήκε την ευκαιρία να ξαπλώσει και να ξεκουράσει την πλάτη της αλλά όχι για πολύ. Η αδελφή μου κλωτσούσε την κοιλιά της από μέσα . Άκουγα συχνά την μάνα να της μιλάει γλυκά και έτρεχα στο δωμάτιο νομίζοντας πως επιτέλους είχε γεννηθεί.
Μερικές φορές με έβαζε και μένα και τον μπαμπά μου να μιλάμε στη κοιλιά της. Ο μπαμπάς μίλαγε σαν χαζός αλλά εγώ θύμιζα στην μπέμπα την υποχρέωσή της. Μου είχαν πει πως τα καινούργια μωρά πάντα φέρνουν δώρο στα παλιά και είχα ζητήσει ένα πυροσβεστικό αυτοκίνητο. Και τότε μου ήρθε η ιδέα.
Πλησίασα το κρεβάτι της μάνας μου. Με κοίταξε θυμωμένα γιατί περίμενε να επαναλάβω το «Δε θα πάμε πια;» Εγώ όμως την ξάφνιασα. Έσκυψα, χάιδεψα την φουσκωμένη της κοιλιά και μίλησα με όση γλύκα είχε αφήσει αξόδευτη η ανυπομονησία μου: «Μη κλωτσάς τη μαμά μπεμπούλα. Τώρα που σταμάτησε η βροχή θα πάμε μαζί να σου πάρουμε ένα δώρο. Ξέρεις πως το λένε; Μίκυ Μάους»
Πολύ καλό. Ήσουν έξυπνος και πονηρός μικρός ε; Ατιμούλικο
🙂
taradela
Και πεισματάρης όταν ήθελα κάτι πάρα πολύ. Και δεν νομίζω πως αυτό έχει αλλάξει. 🙂
Τρυφερό μωρε Padrazo!
@ aqua
τρυφερό σχόλιο aqua 🙂