Η Διαμάντω είχε ένα μαντολίνο. Κρεμόταν στο πορτ-μαντώ δίπλα στην εξώπορτα. Κάθε Σάββατο πρωί που έβγαινε να σκουπίσει το πεζοδρόμιο, άφηνε την εξώπορτα ανοιχτή κι εγώ το θαύμαζα δίπλα στο τριμμένο πανωφόρι και την μεγάλη μπορντό ομπρέλα. Χειμώνα καλοκαίρι κρέμονταν και τα τρία εκεί, στο πορτ-μαντώ της Διαμάντως.
«Κάποτε έπαιζε πολύ όμορφα το μαντολίνο η Διαμάντω» είχε πει ένα μεσημέρι η μάνα μου. «Χρόνια έχει να παίξει. Από τότε που..»
Περίμενα να συνεχίσει, να απαντήσει στη βουβή μου ερώτηση, από τότε που; Μα απάντηση δεν πήρα. Ίσως γιατί δε ρώτησα. Έτσι φτιάχνονται φαίνεται τα μυστήρια. Με απαντήσεις που δεν δόθηκαν σε ερωτήσεις που δεν έγιναν.
Από τότε, όποτε σχολνούσα περνούσα μπροστά από το σπίτι της, κοντοστεκόμουν δήθεν για να ξετυλίξω το μαντολάτο μου από το ψιλικατζίδικο της κυρα Λούλας. Η μάνα μου φώναζε πως θα χαλάσουν τα δόντια μου, γι αυτό έπρεπε να το φάω πριν φτάσω στο σπίτι. Και δεν ήταν και μεγάλη απόσταση. Παρ’ όλα αυτά εγώ το κρατούσα και περίμενα να το ξετυλίξω κάτω από το παράθυρό της, για να καθυστερήσω λιγάκι, μήπως κι είμαι εγώ αυτός που θα ακούσει πρώτος την Διαμάντω να παίζει και πάλι το μαντολίνο της. Ίσως πάλι γιατί έλπιζα κάτι να γίνει, ένα θαύμα και να λυθεί το μυστήριο «από τότε που».
Ένα μεσημέρι, καλοκαίρι ήτανε, καθώς πλησίαζα η Διαμάντω βγήκε στο παράθυρο. Τάχυνα το βήμα μου, σαν κάπως να ντράπηκα, μα εκείνη με σταμάτησε. «Στάσου μισό λεπτό»
Την κοίταξα με απορία. Εκείνη χαμογελούσε ανάμεσα στις γλάστρες με τους δυόσμους και βασιλικό. Κρατούσε στα χέρια της ένα κλωναράκι, το στριφογύριζε με τα δάχτυλά της κοντά στο στόμα της.
– Δεν έχει μαντολάτο σήμερα; Μου θύμισε το ύφος της το ειρωνικό της φίλης μου της Χαρούλας.
Εγώ στο μεταξύ κρατούσα το μαντολάτο σφιχτά μέσα στη τσέπη μου και το ένιωσα να μαλακώνει καθώς το ζούλαγα από τα νεύρα μου. Δεν ήξερα τι να απαντήσω. Το έβγαλα από τη τσέπη και αντί για απάντηση της το έδειξα.
– Αλλάζουμε; ρώτησε τότε εκείνη κάνοντας μια παύση.
– Το μαντολάτο σου για το μαντολίνο μου.
«Με κοροϊδεύει» σκέφτηκα και ανασήκωσα δήθεν αδιάφορα τους ώμους. Ούτε ναι ούτε όχι.
– Καλά. Σκέψου το και πες μου. Εμένα πάντως να ξέρεις μου αρέσει το μαντολάτο με αμύγδαλο.
Πριν χαθεί στο σκοτάδι του δωματίου, χάιδεψε με τα δάχτυλά της τις χορδές του μαντολίνου. Ένας γλυκός ήχος, πιο γλυκός κι από μαντολάτο ακούστηκε.
Την άλλη μέρα κοντοστάθηκα άλλη μια φορά έξω από το σπίτι της κρατώντας το μαντολάτο με αμύγδαλο. Μα ήταν το παράθυρο κλειστό. Κοίταξα πάνω κάτω τον δρόμο μη τυχόν είχε βγει έξω και γύριζε, μα τίποτα. Το ίδιο την άλλη μέρα και την παράλλη. Πέρασε μια βδομάδα. Το μαντολάτο έμενε κρυμμένο στη τσάντα μου, πατικωμένο ανάμεσα στα τετράδια. «Χαλκομανία έγινε» σκέφτηκα όταν το έβγαλα το μεσημέρι που επιτέλους είδα την Διαμάντω να με περιμένει μπροστά στην ανοιχτή εξώπορτα. Πλησίασα με το χέρι τεντωμένο. Εκείνη πήρε το μαντολάτο, μου γύρισε την πλάτη μπήκε σπίτι της κι έκλεισε την εξώπορτα πίσω της. «Ούτε ένα ευχαριστώ» σκέφτηκα. Περίμενα λίγο μήπως ξαναβγεί, αλλά άδικα. «Λάθος μου που την πίστεψα σιγά μη μου δώσει το μαντολίνο για ένα μαντολάτο. Με κορόιδεψε η βλαμμένη». Ο πατέρας μου την είχε πει μια φορά ετσι. Μετάνιωσα που το σκέφτηκα γιατί εμένα δε μου φαινόταν βλαμμένη. Μόνο που χαμογελούσε συνέχεια λες κι ήταν συνέχεια χαρούμενη. Είχα δει κάποτε μια βλαμμένη γυναίκα, που όλο έβριζε. Μπορεί αυτό να νευρίαζε τον πατέρα μου. Που η Διαμάντω χαμογελούσε συνέχεια ενώ η μάνα μου ποτέ. Ή, για να είμαι δίκαιος σπάνια και μόνο όταν είχε πιει κάνα ουζάκι μαζί με τον παππού.
Την ημέρα που η Μάγδα μαγείρεψε μπακαλιάρο σκορδαλιά στον Στέλιο , για την ακρίβεια το πρωί εκείνης της μέρας, που ο πατέρας μου με είχε στείλει να του πάρω τσιγάρα -αλλά να μην αγοράσω λέει μαντολάτο με τα ρέστα γιατί θα μου χαλάσουν τα δόντια, είχαν φαγωθεί όλοι με τα δόντια μου που τελικά χάλασαν από τα λουκούμια του παππού όμως κι όχι από τα μαντολάτα- νάσου μπροστά μου η Διαμάντω.
– Η συμφωνία είναι συμφωνία. Ένα μαντολίνο για ένα μαντολάτο.
Της είπα ότι δεν έχω άλλο μαντολάτο.
– Έλα, πάρ’ το, είναι δικό σου.
Ψέλλισα κάτι σαν «Δεν είναι σωστό» μα εκείνη επέμεινε, κι έσπρωξε το μαντολίνο πάνω στο στήθος μου.
Το πήρα κι άρχισα να περπατώ γρήγορα πριν μετανιώσει, πριν καταλάβει το λάθος της και τότε εκείνη μου φώναξε:
– Κι αν κάποτε νιώσεις τύψεις κι ενοχές για το λάθος να θυμάσαι πως το έκανες από την χαρά σου»
Δεν κατάλαβα τι εννοούσε. Πολύ καιρό μετά κατάλαβα πως το έλεγε στον εαυτό της.
Το επόμενο καλοκαίρι ήρθαν οι εργολάβοι κι έσκαψαν την οδό Κρήνης. Τότε που τα «χάσματα» χώρισαν την γειτονιά, άρχισε ο πόλεμος της λάσπης. Παλιά μυστικά αποκαλύφθηκαν, μυστήρια απαντήθηκαν και τότε άκουσα τη μάνα μου να ιστορεί στη νεοφερμένη γειτόνισσα το βάσανο της Διαμάντως.
– …από τότε που – καθαρή δευτέρα ήτανε – που ανέβηκαν στη ταράτσα με τον γιό τους να πετάξουν χαρταετό. Δεν έπρεπε ν’ ανέβουν, ήταν επικίνδυνο, όμως η Διαμάντω ήταν τόσο χαρούμενη που είχε έρθει ο Αντώνης ο πρώην άντρας με έναν όμορφο χαρταετό για τον μικρό. Λες και ξέχασε η Διαμάντω με μιας πως ήταν σπιτωμένος μακριά, από εκείνη την…Ήταν τόσο χαρούμενη με τη χαρά του παιδιού. Δεν φυσούσε κι είχαν ανέβει οι τρεις τους στην ταράτσα να βρουν λίγο αέρα να πετάξουν τον αετό. Παλιά έμεναν δίπλα στην αλάνα , στο πατρικό της Διαμάντως. Τώρα έχει ερημώσει. Μεγάλος έρωτας από μικροί. Ο Αντώνης έπαιζε μπάλα στην αλάνα, ήταν ο καλύτερος. Η Διαμάντω αέβαινε στη ταράτσα, ο πατέρας της δεν την άφηνε να βγει στην άλανα- και θαύμαζε τον Αντώνη. Κι αυτός όποτε έβαζε γκολ όλο στη ταράτσα γύριζε και κοίταζε. Να δει αν τον κοιτάζει η όμορφη Διαμάντω. Μια μέρα της έστειλε ένα φιλί με το χέρι. Έτσι άρχισαν όλα. Μ’ ένα φιλί στον αέρα Στην αρχή ο μικρός κράταγε κεφάλι αλλά μετά ζήτησε να κρατήσει την καλούμπα. Φυσάει! φώναξε ο Αντώνης κι ο μικρός άρχισε να τρέχει από τη χαρά του. Κοίταζε ψηλά τον αετό που ανέβαινε. Δεν είδε το τέλος της ταράτσας, δεν υπήρχε στηθαίο. Το παιδί γκρεμίστηκε στο κενό. Χτύπησε με το κεφάλι στις πέτρες. Σκοτώθηκε επιτόπου. Ήταν λάθος της που τους άφησε αλλά το έκανε από τη χαρά της…
Δε περίμενα ν’ ακούσω άλλο. Έβαλα τις γαλότσες κι έτρεξα στην αλάνα, στο πατρικό της Διαμάντως. Στάθηκα μακριά από το σημείο που έπεσε ο μικρός. Φοβόμουν να πλησιάσω. Είδα το παιδί να πέφτει στο κενό, είδα τα αίματα στον τοίχο, όλα τα είδα να ξαναγίνονται. Πρέπει να έμεινα πολύ ώρα έμεινα ακίνητος εκεί γιατί η μάνα μου έστειλε τον φίλο μου τον Αλέκο να με φωνάξει.
– Η μάνα σου λέει το φαΐ είναι έτοιμο, να πας να φας.
Δεν είχα καμιά όρεξη να φάω ούτε να ξαναπιάσω στα χέρια μου το μαντολίνο. Το Το απόγευμα το πήρα και πήγα στο σπίτι του Αλέκου. Το «ξέχασα» εκεί.
Τα χριστούγεννα πήγαμε να πούμε τα κάλαντα. Ο Αλέκος ήρθε με το μαντολίνο. Ήθελε να πάμε να τα πούμε και στη Διαμάντω. Εγώ του είπα όχι και πήγε μόνο τους. Γύρισε θυμωμένος.
-Ξέρεις τι μου έδωσε αντί για λεφτά; Ένα μαντολάτο.
κρίμα .κρίμα να μην είναι τυπωμένα σε χαρτί , να το κάνω δώρο. περιμένω….
(Εγώ περιμένω καιρό τώρα…)
🙂
@ taradela , silentcrossing
Προσπαθώ να το ολοκληρώσω καιρό τώρα. 🙂
κολλησε στα δοντια μου αμύγδαλο κι αντε να το βγαλεις…
θα κλαψω αληθεια στο λεω ετσι και σταματησεις να γραφεις.Κ μετά τι ιστορίες θα διαβαζω να ξεχνιέμαι που τρίζουν τα τζάμια μου από την (αν)ασφαλεια του σπιτιου.